- ὀνυχιστήριον
- ὀνῠχ-ιστήριον, τό,A nail-knife or scissors, Posidipp.38 ; = unguicularium, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀνυχιστήρια — ὀνυχιστήριον nail knife neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονυχιστήριο — το (Α ὀνυχιστήριον και ὀνυστήριον) μικρό μαχαίρι ή ψαλίδι που χρησιμοποιείται για το κόψιμο τών οπλών τών οπληφόρων κατοικίδιων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀνυχίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. καθαρισ τήριον)] … Dictionary of Greek